- σχοινάκι
- σχοινάκι, το και σκοινάκι, το1. μικρό σχοινί.2. είδος παιχνιδιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σχοινάκι — και σκοινάκι, το, Ν [σχοινί] 1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σχοινί 2. είδος παιδικού παιχνιδιού … Dictionary of Greek
ιμαντελιγμός — ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ) είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ἑλιγμός αξίζει να σημειωθεί η απουσία τής δασύτητας τού ἑλιγμός στο σύνθ.] … Dictionary of Greek
σκοινάκι — το, βλ. σχοινάκι … Dictionary of Greek
κολλησόψαρο — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των εχενηιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Remora remora ή Echeneis remora. Το κ. όπως και τα υπόλοιπα είδη της τάξης των εχενηιδομόρφων ή δισκοκεφάλων φέρει στο κεφάλι του έναν χόνδρινο δίσκο σαν βεντούζα,… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
σκοινάκι — το βλ. σχοινάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)